-
1 απαρασσω
атт. ἀπᾰράττω1) срубать, отсекать(σύν πήληκι κάρη Hom.; τοὺς πόδας τινός Her.; κρᾶτα βίου Soph.)
2) сбивать, сбрасывать(τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηός Her.; ὁπλίτας ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.)
1 απαρασσω
(σύν πήληκι κάρη Hom.; τοὺς πόδας τινός Her.; κρᾶτα βίου Soph.)
(τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νηός Her.; ὁπλίτας ἀπὸ τοῦ καταστρώματος Thuc.)